Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

καὶ σκολιά

См. также в других словарях:

  • αλκαίος — I (Μυτιλήνη 640 – 570 π.Χ.).Λυρικός ποιητής. O Α. έζησε σε μια εποχή δύσκολη για τις ελληνικές πόλεις, οι οποίες αντιμετώπιζαν σοβαρά εσωτερικά προβλήματα, εξαιτίας της αντίθεσης των μεγάλων αριστοκρατικών γενών, που μετάτην κατάργηση της… …   Dictionary of Greek

  • BIBENDI ritus — apud Romanos hic fuit: Inomni convivio, cum paulo hilarius seinvitare vellent, hunc observavêre morem, ut a summo biberent ad imum: item ut Divo alicui libatent, hoc est, ex patera leviter vini aliquid defunderent, vel in mensam, vel in terram… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • σκoλιός — ά, ό / σκολιός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που παρουσιάζει στρέβλωση στο σχήμα του, κεκαμμένος, διάστροφος, κυρτός, λοξός («πρῶτα μὲν σκολιῷ σιδήρῳ ἐξάγουσι τὸν ἐγκέφαλον», Ηρόδ.) 2. (για ατραπούς, οδούς ή ποταμούς) αυτός που βαίνει ελικοειδώς,… …   Dictionary of Greek

  • Πράξιλλα — Αρχαία Ελληνίδα ποιήτρια από τη Σικυώνα (άκμασε στα μέσα του 5ου αι. π.Χ.), περίφημη για τους διθυράμβους, τα σκόλια ή παροίνια άσματα, και τους ύμνους της. Σώζονται ελάχιστοι στίχοι από δύο ποιήματά της, Αχιλλεύς και Άδωνις. Από την ποιήτρια… …   Dictionary of Greek

  • χθαμαλώ — όω, Α [χθαμαλός] κάνω κάτι χαμηλό, ισοπεδώνω («τὰ σκολιὰ τῆς λεωφόρου κατευθύνειν καὶ χθαμαλοῡν τὰ δύσβατα», Ιώσ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»